- κουροθάλεια
- κουρο-θάλεια [θᾰ], ἡ,A nursing-mother, epith. of δάφνη, διὰ τὸ κουροτρόφον τοῦ Ἀπόλλωνος Sch.Od.19.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουροθάλεια — κουροθάλεια, ἡ (Α) βλ. κουροθαλής … Dictionary of Greek
κουροθάλεια — nursing mother fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροθαλής — κουροθαλής, ές, θηλ. και κουροθάλεια (Α) 1. αυτός που θάλλει εκ νέου, που ξαναβλαστάνει 2. αυτός που ανατρέφει νέους («κουροθάλεια δάφνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + θαλής (< θάλος, το < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, νεη θαλής, οικο θαλής] … Dictionary of Greek